- φρεσκογυαλισμένος
- -η, -ο, Ν πρόσφατα γυαλισμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρεσκογυαλισμένος — η, ο αυτός που μόλις γυαλίστηκε, που πριν από λίγο στιλβώθηκε: Φρεσκογυαλισμένα παπούτσια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νεόσμηκτος — νεόσμηκτος, ον (ΑΜ) αυτός που καθαρίστηκε πρόσφατα, φρεσκοτριμμένος, φρεσκογυαλισμένος («θωρήκων τε νεοσμήκτων, σακέων τε φαεινῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + σμηκτος (< σμήχω «καθαρίζω»), πρβλ. αλί σμηκτος] … Dictionary of Greek